ἐχιόνιζε

ἐχιόνιζε
χιονίζω
snow upon
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκούντημα — το, Ν [σκουντώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουντώ, η μετατόπιση με ισχυρή πίεση, σπρώξιμο («καθώς εχιόνιζε από το σκούντημα τής μυγδαλιάς ο αέρας», Ελύτης) 2. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση ή πίεση σε κάποιον για να πράξει κάτι… …   Dictionary of Greek

  • χιονίζω — ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. καλύπτω με χιόνι 2. (ως τριτοπρόσ.) χιονίζει ρίχνει χιόνι, πέφτει χιόνι (α. «έχει καιρό να χιονίσει» β. «ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἄν ταῡτα τὰ χωρία», Ηρόδ.) 3. μτφ. καθιστώ κάτι λευκό σαν το χιόνι νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”